Loading...
Η κουρτίνα κλειστή. Μια γυναίκα με αδιάβροχο και μαντήλα στο κεφάλι, γαντζωμένη από ένα παλιό βαλιτσάκι, στρέφει το πρόσωπο της προς την άλλη κατεύθυνση. Όταν τα φώτα χαμηλώνουν σηκώνεται, παίρνει θέση στο κέντρο της σκηνής και μας συστήνεται. Είναι η καλλιτέχνις Αντώνα και μας περιγράφει πώς πήγε στο σχολείο να μάθει γράμματα αλλά δεν πρόλαβε γιατί την τσακίσανε. Το βλέμμα της, βλέμμα ημίτρελο και εμμονικό, σταδιακά κατά τη διάρκεια της παράστασης θα αλλάζει, θα διαφοροποιείται αλλά κάθε φορά θα αποκαλύπτεται μέσα από ένα νέο λογίδριο η περιγραφή ενός θανάτου της, επτά τον αριθμό. Θάνατοι μεταφυσικοί, παλιοί, σχεδόν αρχαίοι, παγωμένοι στο χρόνο όπως και το σκηνικό που ξεπροβάλει όταν ανοίγει η μικρή αυλαία. Ένα παράδοξο τσαρδί, ένα installation μιας ξεχασμένης, σχεδόν θαμμένης Ελλάδας. Όχι του κλέους και της Ιστορίας, αλλά μιας Ελλάδας ταπεινής, χαμηλής, και κουρελιασμένης.
Ένας άντρας στα λευκά και με παραδοσιακό πλουμιστό γιλέκο θρηνεί. Είναι ο Μέμος, ένας μπουλουξής, που κλαίει και οδύρεται για το χαμό του Στάμου, του συμπαίχτη του στο παλκοσένικο, αλλά όπως θα καταλάβουμε από τα λεγόμενα του, και ερωτικού του συντρόφου, συνοδοιπόροι στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης στις περιοδείες τους ανά την επαρχία. Μέσα από αναφιλητά λέει και ξαναλέει πόσο λάθος στιγμή ήταν που διάλεξε και έφυγε, που πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια μάζεψαν τόσο κόσμο, χίλιους θεατές για να δουν το νούμερο τους! Κι αρχίζει να εξιστορεί την κοινή τους πορεία, τις περιπέτειες, τις κακοτυχίες, τις επιτυχίες, τις απατεωνιές τους, ενώ συχνά επανέρχεται στην αταλαντοσύνη του.
Ο Στάμος ακούει. Ναι, ακούει! Καθισμένος σε μια καρέκλα καλυμμένος με μια παράξενη ζωόμορφη – νεκρική μάσκα, ασάλευτος σαν παλιά φωτογραφία, όπως εκείνες στα χωριά, ο νεκρός όρθιος δίπλα στους συγγενείς λίγο πριν την ταφή του. Ακούει αλλά δεν αντιδρά, κάπου κάπου γυρίζει το κεφάλι, η ροπή ακολουθεί τις κινήσεις του Μέμου και της Μερόπης, της γυναίκας του, που μπαινοβγαίνει κι αυτή στα παρασκήνια του τσίρκου-μπουλουκιού όπου βρίσκονται, και παρόλο που ήταν στα χωρίσματα, ελπίζει να καρπωθεί κάτι, οτιδήποτε! Έστω τα παλιόρουχα να τα πουλήσει όσο όσο να πάει κανά φράγκο στον τωρινό άντρα της για να μην την παρατήσει – σαν πουτάνα που κάτι πρέπει να παραδώσει στον νταβά της. Μια αγράμματη κουτοπόνηρη γυναικούλα, η οποία από κάπου πρέπει να πιαστεί.
Όλες οι δουλειές της ομάδας bijoux de kant και του σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη έχουν να κάνουν σχεδόν εμμονικά με μια παλιά, πεθαμένη Ελλάδα. Μιας Ελλάδας βασανισμένης και ρακένδυτης, με ανομολόγητα πάθη όπου πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν ακυρωμένοι άνθρωποι. Άνθρωποι που δρουν και αναπνέουν σαν μόλις να βγήκαν από το σκονισμένο κάδρο – θεατές και υπαίτιοι της κακοδαιμονίας τους. Στα «Αμάραντα» τα πρόσωπα είναι νεκρά. Όχι μόνο ο Στάμος, και η Αντώνα που πορεύεται αγκαζέ με τους θανάτους της, αλλά και ο Μέμος και η Μερόπη που δεν το ξέρουν. Έχουν πεθάνει κι εμείς τους επισκεπτόμαστε σε μια τους μέρα, μια τους στιγμή, μια ασήμαντη μέρα και μια ακόμα πιο ασήμαντη στιγμή. Βυθισμένοι και καλυμμένοι από την αχλή της λήθης, του χρόνου, της ανθρώπινης ανυμπόριας και ανυπαρξίας. Μέσα σε μια σκηνογραφία σαν νεκρικό μνημείο, ίσως και λίγο σαν Επιτάφιος, φορτωμένη με διάφορα τσιμπράγκαλα, σκοροφαγωμένα έπιπλα, μισοδιαλυμένα φωτιστικά, μια ρόδα ποδηλάτου, ένα παλιό τηλέφωνο, σημαιάκια, μπιμπελό, βάζα, πλαστικά λουλούδια, αγιογραφίες.
Η Ελλάδα «κατακρεουργημένη», κατηγοριοποιημένη σε χάρτες ανά περιφέρεια με τους οποίους είναι φιλοτεχνημένοι οι τοίχοι του σκηνικού, ένα φόντο μέσα στο οποίο το παραλήρημα της Αντώνας παίρνει διάσταση συμβολική, γίνεται η μετα-φυσική ιστορία της Ελλάδας σε επτά θανάτους/κεφάλαια. Συμπληρώνεται από τη σπαρακτική φλυαρία του Μέμου, μια ιστορία ανθρώπων που κάποτε έζησαν σε αυτόν τον τόπο, τις μικροαστικές απαιτήσεις της Μερόπης, το συνταρακτικό της μονόλογο λίγο πριν το τέλος, το μεταθανάτιο αποχαιρετισμό του Στάμου, όταν σηκώνεται από το κάθισμα – φέρετρο του να πει απλά και σεμνά τη δική του μικρή περήφανη ιστορία! Συνοδευμένα από το soundtrack της σκουριασμένης μας ύπαρξης: εθνικά εμβατήρια, δημοτικά τραγούδια, πυροβολισμοί, ουρλιαχτά λύκων. Και σιωπή.
Ο σκηνοθέτης – εικαστικός Σκουρλέτης πήρε κομμάτια – θραύσματα κειμένων του Παύλου Μάτεση ( «Το φτερό» από το άπαιχτο «Μικροαστικό δίκαιο») και της ιδιοσυγκρασιακής ποιήτριας Γλυκερίας Μπασδέκη και συνέθεσε ένα ξεβαμμένο παζλ όπου ενέταξε την εμβληματική Μπέττυ Βακαλίδου (μια διεμφυλική γυναίκα που στο κορμί της έχει εντυπωθεί η ιστορία της Ελλάδας,εκείνης ακριβώς που το έργο θρηνεί), τον Αλέκο Συσσοβίτη στο ρόλο του Μέμου να ερμηνεύει με ιδιότυπη λαλιά μιας άλλης εποχής και να βγάζει όλη τη συντριβή ενός ανθρώπου απλοϊκού αλλά δυνατού, την αποκαλυπτική ηθοποιό Μαρία Πανουργία στο ρόλο της Μερόπης και τον λαμπερό Αλέξανδρο Παπαϊωάννου στη σύντομη αλλά καθοριστική συμβολή του στο φινάλε του έργου «Αμάραντα». Σαν τα άνθη που πουλάνε το χειμώνα έξω από το Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Χ.Π.
Faust Bar-Theatre-Arts
Καλαμιώτου 11
42 bar, Odori, Mr Peackock. Στην κατηγορία Bar στο search δείτε περιοχη που σας ενδιαφερει και επιλεξτε .
Εάν δεν έχετε πάει να πάτε στο Alpino στο Χαλάνδρι. Υπέροχο φαγητό και ατμόσφαιρα! Αξίζει!
καλησπερα! βραδακι Κυριακής και θέλω να παω με τον φιλο μου για χαλαρο ποτακι... ξερετε καποιο ωραιο??.
οποίος θέλει να πάει είναι στην Αρτέμιδα ακριβώς στα φανάρια. ψαροταβέρνα ο Σταύρος
α και ξέχασα έχει τραπέζια στην άκρη του αιγιαλου και μας κέρασαν και ποτό μαστίχα εκτός του γλυκού που ήταν σουφλέ σοκολάτας. είναι τέλειο παιδιά και σε πολύ καλή τιμή όλα τα πιάτα που δοκιμάσαμε με