Loading...
wiz
(4.5)
wizers
(5)
Το πιο αγαπημένο μαγέρικο του Κολωνακίου. Πάνω από τη βιτρίνα με τα μαγειρευτά δεσπόζει η φωτογραφία του παππού Φιλίππου που ξεκίνησε την ταβέρνα το 1923. Μερικές δεκαετίες πριν θα έτρωγες μαζί με τον Τσαρούχη, τον Κουν και τον Βάρναλη. Αλλά και τώρα ο κόσμος του Φιλίππου έχει την ταυτότητά του. Το μάτι σου πλανάται στις μεταξοτυπίες των Μόραλη, Τέτση, Σταθόπουλου, κομμάτια που έχουν χαρίσει οι ίδιοι οι καλλιτέχνες στους ιδιοκτήτες. Ψαρόσουπα από σφυρίδα για την αρχή και μετά μπρόκολο, πρασοτυρόπιτα, κόκορας κρασάτος και χοιρινό λεμονάτο. Για το τέλος ψητό κυδώνι. €10-15
Και μεσημ.
Eίναι ωραίος ο Φιλίππου, παλιός αλλά ωραίος. Από εκείνα τα τίμια μαγέρικα που τρως νόστιμα με μια αστική ambience παλιάς Αθήνας. Το παράδοξο, όμως, είναι ότι αντίθετα με τα άλλα ιστορικά μαγαζιά-λιγοστά, είναι αλήθεια-δεν έχει μείνει εγκλωβισμένο στα μεγαλεία. Ίσως γιατί η νέα γενιά το έζησε από νωρίς και αποφάσισε ότι ο μόνος τρόπος να παραμείνει ζωντανό είναι να ακολουθήσει την εποχή. Η ιστορία έχει ως εξής: μια μπακαλοταβέρνα στις παρυφές του Λυκαβηττού που ξεκίνησε το 1923 από τον παππού Φιλίππου όπου έτρωγαν οι εργάτες. Σιγά-σιγά, το Κολωνάκι άλλαξε, στους πελάτες προστέθηκε ο Βάρναλης, ο Κουν, ο Τσαρούχης και αργότερα, ο Μόραλης, ο Τέτσης και ο Σταθόπουλος που άφησαν τα έργα τους με μια αφιέρωση-οι τοίχοι είναι γεμάτοι. Και βέβαια, οι πολιτικοί με πρώτους τους προέδρους της δημοκρατίας (από Καραμανλή μέχρι Στεφανόπουλο) που έρχονταν τα μεσημέρια να απολαύσουν τη διάσημη σούπα. Ο χώρος έχει αναγεννηθεί από τις στάχτες του σε ένα κλασικό εστιατόριο από αυτά που συναντάς στα ιστορικά στέκια της Βιέννης με τραπεζάκια και στα σκαλάκια στις ανηφόρες του Λυκαβηττού αφού τα μεσημέρια είναι σχεδόν αδύνατο να βρεις τραπέζι. Ο κόσμος είναι μόνιμος με τη μια γενιά να φέρνει την άλλη. Όσο για την κουζίνα, αν κάτι κράτησε όρθιο τον Φιλίππου είναι αυτή η αστική κουζίνα της δεκαετίας του ‘60. Ψαρόσουπα σφυρίδας για αρχή από τα μεγάλα καζάνια που βλέπεις πίσω από τη βιτρίνα, κόκορας κρασάτος, χοιρινό λεμονάτο και για το τέλος, γλυκό κυδώνι. Δεκατέσσερα πιάτα το μεσημέρι που ανακοινώνονται φωναχτά και δώδεκα το βράδυ. Με πολλές πίτες και μαγειρευτά ανάλογα με την εποχή. Όπως ακριβώς σε ένα κυριακάτικο τραπέζι της μαμάς. Με πολλή νοσταλγία.